Το κομπινεζόν της βασίλισσας

Queen Maria Antouanette

Άννα Μυκονιάτη

Πώς ένα πορτρέτο συντάραξε την γαλλική κοινωνία στο τέλος του 18ου αι.

Είναι τέλη Αυγούστου 1783· το Λούβρο μόλις άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό για το Salon de Paris, την κορυφαία έκθεση τέχνης της “Académie Royale de Peintre et de Sculpture” που λάμβανε χώρα εκεί, συνήθως κάθε δύο χρόνια, από το 1667.

Ας φανταστούμε, για μια στιγμή, τον μέσο επισκέπτη της έκθεσης να περιπλανιέται στο Salon Carré του Λούβρου· κάθε αξιοποιήσιμο εκατοστό των τοίχων γεμάτο με πίνακες ζωγραφικής, από το δάπεδο μέχρι την οροφή. Ανάμεσα στις τοπιογραφίες, τις απεικονίσεις ιστορικών σκηνών, τις νεκρές φύσεις και τις γλυπτές μαρμάρινες προτομές ευγενών ξεχωρίζει μια συλλογή πορτρέτων που υποβλήθηκαν από ένα από τα νεότερα μέλη εκείνης της χρονιάς στην Ακαδημία, μια εικοσιοκτάχρονη γυναίκα, την ζωγράφο Elisabeth Vigée-Lebrun. Το κεντρικό έργο αυτής της συλλογής είναι ένα –ελαφρώς μεγαλύτερο από το φυσικό μέγεθος– πορτρέτο μιας γυναίκας με λευκό βαμβακερό φόρεμα και ψάθινο καπέλο στολισμένο με φτερά. Στο ένα χέρι κρατά ένα ανθισμένο ροζ τριαντάφυλλο, ενώ με το άλλο τυλίγει μια γαλάζια κορδέλα γύρω από το στέλεχος του λουλουδιού. Το πορτρέτο με μια πρώτη ματιά φαίνεται αθώο: η γυναίκα με τα μεγάλα μπλε μάτια και τα ροδοκόκκινα μάγουλα κοιτά σε προφίλ τριών τετάρτων τον θεατή. Μια χρυσή κορδέλα αγκαλιάζει τη λεπτή μέση της. Τα μαλλιά της είναι χτενισμένα σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας. Η μεταξωτή γαλάζια κορδέλα του καπέλου πέφτει με χάρη στους ώμους της. Στο σκούρο φόντο διακρίνεται ένα βάζο γεμάτο λουλούδια πάνω σε ένα περίτεχνα σκαλισμένο ξύλινο τραπέζι. Δεν υπάρχει τίποτα αισθησιακό ή προφανώς προκλητικό στον τρόπο που η καλλιτέχνης έχει απεικονίσει την όμορφη γυναίκα.

Το βλέμμα του θεατή τραβά η ορειχάλκινη επιγραφή, πάνω στην κορνίζα, που ταυτοποιεί την εικονιζόμενη ως «La Reine», δηλ. ως τη βασίλισσα Μαρία-Αντουανέτα. Διαχρονικά, τα βασιλικά πορτρέτα έπρεπε να ακολουθούν μια σειρά άκαμπτων κανόνων προκειμένου να αποδίδουν συμβολικά τον τίτλο, την αρετή και την εξουσία του εικονιζόμενου προσώπου. Αν κανείς αναζητήσει εδώ κάποιο αναγνωρίσιμο υπαινικτικό στοιχείο στα ρούχα, τα αξεσουάρ, το περιβάλλον, τα σύμβολα,  δεν θα βρει κανένα. Το πρόσωπο είναι γνώριμο, είναι σίγουρα η βασίλισσα, αλλά δεν υπάρχει κάτι άλλο που να παραπέμπει στην βασιλική της ιδιότητα. Είναι μια συνηθισμένη γυναίκα, που μαζεύει λουλούδια στον κήπο της. Τί πορτρέτο είναι αυτό: η βασίλισσα, κηπουρός; Για έναν Γάλλο αστό, συνηθισμένο στο αυστηρό πρωτόκολλο της αυλής του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και πεπεισμένο για την αισθητική υπεροχή της χώρας του έναντι οποιασδήποτε άλλης, αυτό είναι άλλη μια απόδειξη ότι η l’Autrichienne* ποτέ δεν εγκατέλειψε πλήρως τους απλοϊκούς αυστριακούς τρόπους της – μπορείς να βγάλεις το κορίτσι από το χωριό αλλά δεν μπορείς να βγάλεις το χωριό από το κορίτσι, θα σκεφτόταν αποδοκιμαστικά.

Και μπορούμε να φανταστούμε τα μάτια του αστού φίλου μας να ανοίγουν διάπλατα καθώς σοκαρισμένος συνειδητοποιεί τι φοράει η εικονιζόμενη γυναίκα: ένα robe en gaulle, μια σαφώς μη γαλλική τουαλέτα από βαμβακερή μουσελίνα με πρότυπο τα φορέματα που φορούσαν οι κρεολές γυναίκες που έφτασαν ομαδικά στο Παρίσι από τις Δυτικές Ινδίες. Γυναίκες, κόρες και ερωμένες των Γάλλων γαιοκτημόνων που αποβιβάζονται στα λιμάνια φορώντας ρούχα τόσο διάφανα και τόσο απλά που θα μπορούσες να τα μπερδέψεις με εσώρουχα. Οι γάλλοι αποκαλούν αυτά τα φορέματα chemise, δηλ. κομπινεζόν για αυτόν ακριβώς τον λόγο.

Ο αθώος φιλότεχνος δεν μπορεί να πιστέψει ότι η βασίλισσα διάλεξε να τη ζωγραφίσουν με περιβολή τόσο χυδαία που ταιριάζει περισσότερο σε μπουντουάρ παρά σε δημόσια εμφάνιση. Και δεν φτάνει που το ρούχο μοιάζει με εσώρουχο, είναι και βαμβακερό! Πόσο αντιπατριωτικό η βασίλισσα της Γαλλίας να φορά ένα φτηνό ύφασμα προερχόμενο από τις Βρετανικές αποικίες της Ινδίας με κίνδυνο να γίνει μόδα και να καταστρέψει τη γαλλική βιομηχανία μεταξιού! Ο φίλος μας γνωρίζει για τις αλόγιστες δαπάνες της Μαρίας Αντουανέτας σε πολυτέλειες και διασκεδάσεις ενώ ο λαός της λιμοκτονεί, την περιφρόνησή της για τη θέση που κατέχει και την επίμονη άρνησή της να διαδραματίσει δημόσιο ρόλο, την ακόλαστη σεξουαλική της ζωή με πλήθος εραστών και ερωμένων στο Petit Trianon καθώς και τις φήμες ότι είναι κατάσκοπος των Αυστριακών. Τελικά είναι αλήθεια, μονολογεί, το πορτρέτο της βασίλισσας en gaulle είναι απόδειξη ότι ο ηθικός χαρακτήρας της είναι πλέον εντελώς αλλοιωμένος από τις σαπφικές παρέες, άλλωστε το  πορτρέτο της ερωμένης της, Δούκισσας de Polignac (επίσης φιλοτεχνημένο από τη Madame Vigée-Lebrun και επίσης en gaulle) εκτίθεται στο Salon δίπλα στης βασίλισσας. Βγαίνει εκνευρισμένος από την έκθεση: οποία κατάπτωση του θεσμού!

Και δεν είναι ο μόνος που νιώθει έτσι: το σκάνδαλο που ξεσπά είναι τόσο μεγάλο που λίγες μέρες αργότερα το έργο αποσύρεται από την έκθεση εν μέσω διαμαρτυριών, το μοντέλο και η ζωγράφος γίνονται αντικείμενα κριτικής, χλευασμού και συκοφαντίας, ενώ ένα άλλο πορτρέτο της βασίλισσας  –με πρέπουσα πλέον ενδυμασία– αναρτάται στη θέση του προκειμένου να ηρεμήσουν τα σκανδαλισμένα πλήθη.

Διαβάζοντας σήμερα αυτή την ιστορία είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί το πορτρέτο μιας βασίλισσας που φορά ένα απλό λευκό φόρεμα θα προκαλούσε τέτοια αναστάτωση σε ένα τόσο ευρύ φάσμα της γαλλικής κοινωνίας. Στη σημερινή εποχή, που οι εναπομείναντες γαλαζοαίματοι πασχίζουν να αποδείξουν πόσο απλοί και καθημερινοί είναι ανεβάζοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φωτογραφίες όπου τρώνε fast food ή παίζουν με τα παιδιά τους σε κάποια ακροθαλασσιά, η επιθυμία της Μαρίας-Αντουανέτας να παρουσιαστεί ως κοινή θνητή θα είχε επικροτηθεί. Στα τέλη του 18ου αιώνα, ωστόσο, αυτή ήταν μια αμφιλεγόμενη απόφαση που για πολλούς ιστορικούς σήμανε και την αρχή του τέλους για την τελευταία βασίλισσα της Γαλλίας.

Όπως όμως συχνά συμβαίνει στη μόδα, παρόλη την κατακραυγή, οι fashionistas του 18ου αι. που δεν φοβόντουσαν να ρισκάρουν, ενστερνίστηκαν το chemise à la reine (το κομπινεζόν της βασίλισσας), όπως έγινε γνωστό. Η «πιο μισητή βασίλισσα» άλλωστε, είτε επέλεγε ενδυματολογικές εξτραβαγκάντσες είτε φορούσε ένα ανεπιτήδευτο βαμβακερό φόρεμα, υπήρξε μέχρι το άδοξο τέλος της, η απόλυτη trend setter. Σύντομα αυτό που άλλοτε θεωρούνταν σκανδαλώδες έγινε η πιο συνηθισμένη επιλογή φορέματος για τις κυρίες σε όλη την Ευρώπη. Η προτίμηση της βασίλισσας της Γαλλίας σε συνδυασμό με την στροφή του Διαφωτισμού προς το ευγενές αρχαιοελληνικό παρελθόν έκαναν το απλό λευκό βαμβακερό φόρεμα (που δεν θυμίζει πια σε κανέναν εσώρουχο αλλά αρχαιοελληνικό χιτώνα και ονομάζεται robe athenienne de linon) το απόλυτο fashion item του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Ήταν τέτοια η δημοφιλία του, που λέγεται ότι η, εξαιτίας του, αυξημένη ζήτηση βαμβακιού σε συνδυασμό με την εφεύρεση του εκκοκκιστηρίου βάμβακος το 1794, πυροδότησαν το δουλεμπόριο από την Αφρική προς την Αμερική προκειμένου να ικανοποιηθεί η ανάγκη για φτηνά εργατικά χέρια στις βαμβακοφυτείες του Νότου.

Και μπορεί το φόρεμα αυτό να μην ήταν αποδεκτό για μια βασίλισσα αλλά φαίνεται πως ήταν απόλυτα ταιριαστό για την Επανάσταση: Πενήντα χρόνια αργότερα, στον περίφημο πίνακα του Eugene Delacroix «Η Ελευθερία οδηγεί το λαό» του 1830, η Marianne, το σύμβολο της γαλλικής Δημοκρατίας, εικονίζεται να φορά μια εκδοχή του εμβληματικού φορέματος της Μαρίας-Αντουανέτας σε μια πιο μπαρουτοκαπνισμένη εκδοχή του, αφού το ελαφρύ ύφασμα έχει γλιστρήσει από τον ένα ώμο αφήνοντας να φανεί το δεξί της στήθος, χωρίς κανείς πια να σκανδαλίζεται. Στην Επανάσταση δεν χωρούν σεμνοτυφίες.

Η Άννα Μυκονιάτη γεννήθηκε στην Οξφόρδη της Μεγάλης Βρετανίας το 1980. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές με αντικείμενο τη Διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο του Birmingham-Ironbridge Institute (MA in Cultural Heritage Management). Πραγματοποίησε τη Διδακτορική της Διατριβή με θέμα «Πλαστές Αρχαιότητες. Μια άλλη όψη στην πρόσληψη της πολιτιστικής κληρονομιάς στο νέο ελληνικό κράτος» στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 2012. Από το 2005 εργάζεται ως Ιστορικός Τέχνης και Επιμελήτρια εκθέσεων αρχικά στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και από το 2016 ως Επιστημονική Συνεργάτις στο Γραφείο Διεύθυνσης στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Έχει επιμεληθεί εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε καταλόγους εκθέσεων και περιοδικά.

* L’Autrichienne (=Η Αυστριακή), προσωνύμιο με το οποίο αναφέρονταν υποτιμητικά στην Μαρία Αντουανέτα λόγω της αυστριακής της καταγωγής οι φυλλάδες τις εποχής, κάνοντας λογοπαίγνιο με τις γαλλικές λέξεις autruche που σημαίνει στρουθοκάμηλος και chienne που σημαίνει σκύλα.

** To κείμενο είναι βασισμένο στη μεταπτυχιακή εργασία της Sarah Lorraine Goodman, “Devil in a White Dress: Marie-Antoinette and the Fashioning of a Scandal”, San Jose State University, 2017, DOI: https://doi.org/10.31979/etd.7kr7-k7vz

Μπορεί επίσης να σας αρέσει